- καλοσυνεύω
- καλοσύνεψα, καλοσυνεύτηκα, καλοσυνεμένος, γίνομαι καλύτερος κατά τη διάθεση, ημερεύω: Άμα πήρε προαγωγή, καλοσύνεψε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοσυνεύω — (Μ καλοσυνεύω και καλοσυνεύγω) [καλοσύνη] (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοσυνεμένος, η, ο(ν) πρόσχαρος, ευχάριστος (νεοελλ. μσν.) 1. καθησυχάζω, κάνω κάποιον να γαληνέψει 2. (απρόσ. για τον καιρό) καλοσυνεύει γίνεται αιθρία, βελτιώνεται ο… … Dictionary of Greek
ακαλοσύνευτος — η, ο [καλοσυνεύω] 1. ο χωρίς καλοσύνη, χωρίς αγαθότητα 2. αυτός που δεν κάνει καλοσύνες, δεν κάνει το καλό 3. που δεν φέρνει ευχαρίστηση «θάρθει και μέρα ακαλοσύνευτη» 4. (καιρός) που δεν βελτιώνεται, δεν γαληνεύει … Dictionary of Greek
γλυκαίνω — (AM γλυκαίνω) Ι. 1. καθιστώ κάτι γλυκό 2. προξενώ το αίσθημα τής γλυκύτητας 3. γίνομαι γλυκός 4. μαγεύω γοητεύω μσν. νεοελλ. 1. ευφραίνω, προξενώ ευχαρίστηση 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω («γλυκαίνω τον πόνο») 3. δίνω σε κάποιον χαρά 4. γίνομαι ήπιος … Dictionary of Greek
καλοσύνεμα — το (Μ καλοσύνεμα) [καλοσυνεύω] η τροπή τού καιρού προς ευδία, η καλυτέρευση τού καιρού … Dictionary of Greek
καλωσυνεύω — βλ. καλοσυνεύω … Dictionary of Greek
ξανοίγω — (Μ ξανοίγω) βλέπω, διακρίνω νεοελλ. 1. εκτείνω, εξαπλώνω 2. (σχετικά με μαλλί, νήμα, βαμβάκι) ανοίγω, απλώνω («ξάνοιξα τα μαλλιά να στεγνώσουν») 3. βλέπω, αντιλαμβάνομαι, εντοπίζω (α. «όπου στραφεί το μάτι σου ξανοίγει εδώ κορμιά, εκεί κορμιά… … Dictionary of Greek
ευδιάζω — και βδιάζω για καιρικές συνθήκες, γίνομαι αίθριος, καλοσυνεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)